προσσυρίζω

προσσυρίζω
και προσσυρίττω Α
βγάζω και εγώ οξύ ήχο με σφιγμένα τα χείλη ή με κατάλληλο όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + συρίζω «παράγω οξύ ήχο, σφυρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσσυρίξαι — προσσυρίζω give a signal to aor inf act προσσυρίξαῑ , προσσυρίζω give a signal to aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυρίζω — Α δ. γρφ. τού προσσυρίζω* …   Dictionary of Greek

  • προσσυρίξας — προσσυρίξᾱς , προσσυρίζω give a signal to aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”